- αλφισμός
- Η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός που σε κανονικές συνθήκες παρουσιάζει χρωστική, εμφανίζεται χωρίς καθόλου χρωστική. Αυτή η κατάσταση είναι κληρονομική και οφείλεται στη δημιουργία άχρωμων χρωματοφόρων κυττάρων. Τα ζώα που εμφανίζουν τέτοιες γενετικά κληρονομήσιμες ανωμαλίες στη χρωστική της επιδερμίδας, μαλλιών, ματιών κλπ. ονομάζονται αλφικά. Στα φυτά που έχουν άχρωμα χρωματοφόρα κύτταρα, η ανωμαλία οφείλεται στην απουσία ή την υπανάπτυξη χρωματοπλαστών. Στα θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, η αποτυχία ανάπτυξης των χρωστικών αυτών οφείλεται σε ένα απλό υπολειπόμενο γονίδιο. Επομένως, μόνο όταν και οι δύο γονείς είναι αλφικοί ή είχαν κάποιους αλφικούς συγγενείς, μπορεί τα παιδιά τους να γίνουν αλφικά.
* * *ο (Βιολ.-Ιατρ.)η απουσία κίτρινης, κόκκινης, καστανής ή μαύρης χρωστικής στα μάτια, στο δέρμα, στα λέπια, τα φτερά ή στις τρίχες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλφός* + κατάλ. -ισμός*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. albinism (βλ. και λ. αλβινισμός].
Dictionary of Greek. 2013.